Τιμή στη γενέθλια γη

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Στερεά Ελλάς», τ. 500, Μάρτιος Απρίλιος 2011.

Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Μικρού Χωριού Ευρυτανίας

 

Της Αιμιλίας Κουτσούκη

Προέδρου Αδελφότητας Μικροχωριτών

Η μικρή ή μεγαλύτερη ιστορία ενός τόπου είναι αυτή που τον κάνει να ξεχωρίζει. Η ανάδειξη των διαφορών ανάμεσα σε εποχές και τόπους δημιουργεί την ποικιλία, που ομορφαίνει τον κόσμο γύρω μας. Είναι ζωτικής σημασίας να διαφυλάξουμε και να προβάλουμε αυτές τις ιδιαιτερότητες. Να υπακούσουμε δηλαδή στον κανόνα της φύσης, που δεν θέλει όλα τα άνθη της να είναι ίδια. Θέλει το καθένα να έχει το δικό του σχήμα, το δικό του χρώμα και το δικό του άρωμα, ώστε όλα μαζί να χαρίζουν το όμορφο και αρμονικό μπουκέτο της φύσης.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που ζούμε, χρειάζεται να διαφυλαχτεί ο λαϊκός πολιτισμός μας, το βασικό αυτό στοιχείο της ιδιαίτερης ταυτότητας ενός λαού. Δεν είναι τυχαίο, που σήμερα, όσο πιο βαθιά μπαίνουμε στο ρυθμό της διεθνοποίησης, τόσο περισσότερο, οι κοινωνίες, σε όλο τον κόσμο, αναζητούν τις ρίζες τους, τη συνείδηση της πατρίδας. Προβάλλεται επιτακτική η ανάγκη να γίνουν οι γενέθλιοι τόποι, οι πατρογονικές εστίες ενωτικές γέφυρες του «σήμερα» με το «χθες». Να αναβιώσουν, σε κάθε τόπο, τα ήθη και έθιμα, η ιστορική του κληρονομιά.

Τα τοπικά μουσεία επιτελούν έναν ιερό σκοπό προς την κατεύθυνση αυτή. Διασώζουν και προβάλλουν τη ζωή και τη δράση των ανθρώπων του τόπου τους στους προηγούμενους αιώνες. Γι’ αυτό και κάθε τοπικό μουσείο είναι ξεχωριστό. Δείχνει τη συμπεριφορά της μικρής του κοινωνίας στους αγώνες για επιβίωση, για πρόοδο, για εθνική ανεξαρτησία. Ζωντανεύει εποχές που μπορεί μεν να πέρασαν αλλά δεν έπαψαν να αποτελούν το αγαπημένο μας «χθες». Οι συλλογές που εκθέτουν φέρνουν μνήμες και μας πληροφορούν για το χρόνο, το ρόλο και την προσφορά τους σε εποχές, ίσως, πιο δύσκολες από τη δική μας. Πέρα όμως από την ανάδειξη της ιστορικής κληρονομιάς, τα τοπικά μουσεία γίνονται και πόλος έλξης επισκεπτών συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας.

Βέβαια, τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω και όλοι μας λίγο-πολύ ακολουθούμε το ρεύμα της εποχής. Παραμένει όμως χρέος να κληροδοτήσουμε στις νέες γενιές, όλα όσα παραλάβαμε από τους προγόνους μας. Κι’ αυτό, όχι μόνο γιατί το οφείλουμε στη μνήμη τους, αλλά και για να θυμόμαστε ότι, όσα σήμερα με ευκολία απολαμβάνουμε, είχαν μεγάλο κόστος στις γενιές που πέρασαν και το πλήρωσαν με πολύ μόχθο, θυσίες, πόνο και αίμα. Κατάφεραν όμως να επιβιώσουν και να προοδεύσουν χάρη στο κοινοτικό πνεύμα, στη διάθεση για προσφορά και στην υπέρβαση μικροτήτων και ατομικών συμφερόντων προς όφελος του συνόλου.

Ένα λιθαράκι προς την κατεύθυνση αυτή έβαλε και η Αδελφότητα Μικροχωριτών με την δημιουργία του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου του Μικρού Χωριού Ευρυτανίας. Το Μουσείο στεγάζεται στο σχολικό κτίριο του Χωριού, που από μόνο του έχει τη δική του ιστορία. Χτίστηκε το 1934 και στην περίοδο της Κατοχής έγινε καταφύγιο ανταρτών και ανδρών της εθνικής φρουράς αλλά και μάρτυρας στις συνεδριάσεις του Λαϊκού Δικαστηρίου, ώσπου, τον Αύγουστο του 1944, κάηκε ολοσχερώς από τους Γερμανούς. Μετά την απελευθέρωση επισκευάσθηκε, με χρήματα ομογενών της Αμερικής και συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι την κατολίσθηση του χωριού (1963). Σήμερα, ανακαινισμένο, στεγάζει τα τεκμήρια από την ιστορική διαδρομή του χωριού. Οι συλλογές παρουσιάζονται, με χρονολογική – θεματική σειρά, για να μπορεί ο επισκέπτης να παρακολουθήσει τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων του χωριού και περιλαμβάνουν ιστορικά έγγραφα, φωτογραφικό υλικό, οικιακό – αγροτικό εξοπλισμό, αλλά και αυτοβιογραφικά κείμενα κατοίκων του χωριού. Τα χειρόγραφα αυτά αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα και βιωματικές εμπειρίες από καιρούς πολέμου ή ειρήνης, που χαράχτηκαν στη μνήμη αυτών που τα έγραψαν. Πρόκειται για αυθεντικές περιγραφές που κεντρίζουν το ενδιαφέρον, όχι μόνο των επισκεπτών αλλά και ερευνητών.

Το Μικρό Χωριό, όπως τα περισσότερα χωριά της Ρούμελης, στο διάβα του χρόνου, αντιμετώπισε πολλές καταστροφές. Στην περίοδο της Κατοχής τα σπίτια του χωριού κάηκαν τόσο από τους Ιταλούς, όσο και από τους Γερμανούς. Από τα 256 καταγραμμένα σπίτια του χωριού κάηκαν 220, και μαζί τους σχεδόν άλλες τόσες πετρόκτιστες αχερώνες που βρίσκονταν δίπλα στα σπίτια. Αλλά και μετά τον πόλεμο, μόλις το χωριό κατάφερε να το πάρει πάνω του, το 1963, ήλθε μια φοβερή κατολίσθηση, που όπως το τσουνάμι συνέτριψε τα περισσότερα σπίτια του χωριού.

Πέρα όμως από τις πυρπολήσεις και τις απανωτές καταστροφές, όλα τα σπίτια του χωριού λεηλατήθηκαν από τους Ιταλούς το 1942. Αξίζει να αναφέρουμε ένα απόσπασμα από μια καταγραμμένη ζωντανή μαρτυρία Μικροχωρίτη, για να θυμίσουμε την μανία και την απληστία των κατακτητών, που πέρασαν από την πατρίδα μας:

«…Οι Ιταλοί είχαν γεμίσει την πλατεία με τα λάφυρά τους από τα σπίτια. Οι ίδιοι οι Μικροχωρίτες απορούσαν που βρέθηκαν όλα αυτά. Αφού βαρυφόρτωσαν τα μεταγωγικά τους και όλα τα μουλάρια του χωριού που επίταξαν, έφυγαν. Όσοι έβλεπαν το καραβάνι αυτό στο δρόμο για Προυσό νόμιζαν ότι οι Ιταλοί πάνε τα προικιά για ομαδικούς γάμους… Όπως υπολογίσαμε τότε, η ιταλική στρατιωτική μονάδα, που λεηλάτησε τα σπίτια του χωριού, μεταξύ των άλλων, έπρεπε να είχε πάρει πάνω από 70 ραπτομηχανές Σίγκερ, πάνω από 300 οκάδες χάλκινα και ορειχάλκινα, περί τα 30 «τσάρτσια» (μηχανές για κοφτές βεντούζες), όλα τα τρόφιμα, παλιές πολύτιμες νυφικές και ανδρικές ενδυμασίες, αντίκες, κοσμήματα αξίας, χρυσές λίρες (τούρκικες κυρίως) αλλά και δολάρια, πάμπολλα κεντήματα, στρωσίδια, κουβέρτες, βελέντζες και ένα σωρό άλλα, ακόμα και γούνες. Σχεδόν όλα είχαν έλθει από την Πόλη…».

Τα απομεινάρια από τις στάχτες και τις άλλες καταστροφές του χωριού, μετά από μακροχρόνια προσπάθεια, κατάφεραν να συγκεντρωθούν στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του Μικρού Χωριού, για να συμβάλουν, μαζί με τα άλλα τοπικά μουσεία, στη διάσωση και διάδοση της ιστορικής και λαογραφικής μας κληρονομιάς, ως αντίδοτο στην παγκοσμιοποίηση, την ισοπέδωση δηλαδή κάθε παραδοσιακής και ιστορικής ιδιαιτερότητας τόπων και λαών.