Η Συμμετοχή του Μικρού Χωριού στους Εθνικούς Αγώνες

Ονόματα, φωτογραφίες, προσωπικές μαρτυρίες, και άλλα τεκμήρια για τη δράση των Μικροχωριτών στους αγώνες του Έθνους εκτίθενται στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του Μικρού Χωριού

 

Ελληνική Επανάσταση του 1821

Στο Αρχείο των Αγωνιστών του 1821 σώζονται τα ονόματα τουλάχιστον 72 Μικροχωριτών που έλαβαν μέρος σε πολλές ένδοξες μάχες της Επανάστασης του 1821 και τιμήθηκαν, μετά την απελευθέρωση, με αργυρά, χάλκινα ή σιδηρά αριστεία, ως αναγνώριση της συμβολής τους στην απελευθέρωση της Πατρίδας. Η δράση τους στις μεγάλες εκείνες στιγμές γίνεται φανερή είτε από τα πιστοποιητικά, στα οποία οι οπλαρχηγοί τους βεβαιώνουν ενυπόγραφα τη δράση και τα κατορθώματα του καθενός, είτε από τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν προς την Επιτροπή του Αγώνα για να αναγνωρισθεί επίσημα η συμμετοχή τους ή από τους καταλόγους αριστείων, που με Βασιλικό Διάταγμα απονεμήθηκαν στους αγωνιστές του 1821. Οι περισσότεροι από τους Μικροχωρίτες αγωνιστές πολέμησαν στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη και του Γεωργίου Καραϊσκάκη.

 

Μικρό Χωριό και Μάρκος Μπότσαρης

Το Μικρό Χωριό συνδέθηκε με την τελευταία και μοιραία μάχη του ήρωα και μεγάλου καπετάνιου Μάρκου Μπότσαρη αλλά και τις τελευταίες στιγμές του. Μετά το συνέδριο στο Μεσολόγγι, όπου ο Μπότσαρης πέταξε το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας που του είχε απονεμηθεί, πήρε την απόφαση να πάει να συναντήσει ο ίδιος τον εχθρό και να τον συντρίψει. Έτσι, στις αρχές Αυγούστου 1823, στρατοπεδεύει στο Μικρό Χωριό. Είναι αποφασισμένος να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων και καταστρώνει το πολεμικό του σχέδιο.

Στέλνει τα ξαδέλφια του Θανάση Τούσια Μπότσαρη και Θανάση Κουτσονίκα να συλλέξουν πληροφορίες γύρω από τις κινήσεις των Τουρκαλβανών, που είχαν στο μεταξύ στρατοπεδεύσει στο Καρπενήσι. Ύστερα παίρνει τις τελευταίες και τόσο μοιραίες για τη ζωή του αποφάσεις. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που έχει το καραούλι του ψηλά στη Χελιδόνα, προσπαθεί να τον αποτρέψει, θεωρώντας το εγχείρημά του επικίνδυνο. Δεν τα καταφέρνει, αλλά πείθεται να στείλει ενισχύσεις στον Μπότσαρη. Έτσι, ο γενναίος Σουλιώτης προχωρεί στην εφαρμογή του σχεδίου του. Ξεκίνησε από το Μικρό Χωριό με τους άνδρες του και τη νύχτα, 8 προς 9 Αυγούστου, έκανε έφοδο στο στρατόπεδο των Τουρκαλβανών, με το σύνθημα «στουρνάρι – τσεκούρι». Όμως, πάνω στη μάχη, ο Μάρκος χτυπήθηκε θανάσιμα από διπλό βόλι. Τα παλικάρια του όμως συνέχισαν να αγωνίζονται και κέρδισαν τη μάχη.

Ο Θανάσης Τούσια Μπότσαρης σήκωσε στους ώμους του τον βαριά λαβωμένο καπετάνιο και τράβηξε για το Μικρό Χωριό. Από κει, αφού ξαπόστασαν λίγο δίπλα σε μια βρυσούλα, τη γνωστή «Βρωμόβρυση» ή «Βρύση του Μ. Μπότσαρη» τον στήριξαν καβάλα στ’ άλογό του και τον μετέφεραν στο Μεσολόγγι. Σύμφωνα με την παράδοση του χωριού, ο Μικροχωρίτης Νικολάκης Δανίλης ήταν αυτός που ανέλαβε να τρέξει στο Μεσολόγγι για να αναγγείλει το θλιβερό μαντάτο, ώστε να προετοιμασθεί η πάνδημη κηδεία του ήρωα (10-8-1823).

Μαζί με τον νεκρό Μάρκο Μπότσαρη, όπως μας πληροφορεί ο Σπ. Τρικούπης στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, κουβάλησαν και τους άλλους πληγωμένους αλλά και άφθονα λάφυρα: «Έφθασαν εις το Μικρόν Χωρίον λαφυραγογήσαντες 690 τυφέκια, 1000 πιστόλας, πολλούς ίππους και ημιόνους, και φορτία γιαταγανίων και πολεμοφοδίων. Εύληπτος εντεύθεν η μεγάλη φθορά των εχθρών εκ δε των Ελλήνων 36 εφονεύθησαν και 20 επληγώθησαν».

Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν γιoς του Κίτσου Μπότσαρη. Γεννήθηκε το 1790 και το 1812, τη χρονιά που ο πατέρας του έπεσε θύμα δολιότητας του Αλή Πασά, έγινε ο αρχηγός στη φάρα, που έφερε το όνομα της οικογένειάς του. Από το 1812 ως το 1820 παρέμεινε στην Ήπειρο ως επισκέπτης και όμηρος του Αλή, αλλά όταν ο Πασάς των Ιωαννίνων περιέπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου, ο Μάρκος άρπαξε την ευνοϊκή ευκαιρία και σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης στη γενέτειρά του, το Σούλι.

Στο μεταξύ η οικογένειά του έπεσε στα χέρια των Τούρκων και κρατήθηκαν ως φυλακισμένοι μέχρι το 1822. Με τη μεσολάβηση του Μάρκου Μπότσαρη ανταλλάχτηκαν με κάποιες προσωπικότητες Τούρκων, που είχαν αιχμαλωτισθεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς.

Μόλις η οικογένειά του ελευθερώθηκε, ο Μάρκος Μπότσαρης έστρεψε την προσοχή του στην απελευθέρωση του Σουλίου. Έλαβε μέρος στη μνημειώδη αλλά καταστροφική μάχη του Πέττα, ενώ μαζί με τον Μαυροκορδάτο πάλευε στο καθημερινό δράμα του αγώνα.

Ο Μάρκος Μπότσαρης άφησε πίσω του τη γυναίκα του, ένα γιο και δυο κόρες. Αυτοί ήταν οι κληρονόμοι της μεγάλης του φήμης. Έζησαν στην Αθήνα με την εκτίμηση και τις διακρίσεις που αρμόζουν στους συγγενείς ενός ήρωα, αλλά που δεν εξαιρούνταν από τις στερήσεις που βασάνιζαν τότε ακόμα και τις καλύτερες ελληνικές οικογένειες. Ο γιος του Μάρκου Μπότσαρη – ένας πολλά υποσχόμενος νέος – υπηρέτησε στο στρατό. Η μεγαλύτερη κόρη του παντρεύτηκε το γιο μιας επιφανούς οικογένειας της Πελοποννήσου και η νεώτερη κόρη του, η Ρόζα Μπότσαρη, έγινε κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας και αποτελούσε φωτεινό στολίδι στο παλάτι του βασιλέα Όθωνα.

 

Απελευθερωτικοί Αγώνες από το 1897 ως το 1922

Οι Μικροχωρίτες συμμετείχαν και στους άλλους απελευθερωτικούς και αμυντικούς εθνικούς αγώνες αρχής γενομένης από τον πόλεμο του 1897.
Κάπου 30 Μικροχωρίτες έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 κι’ άλλοι τόσοι περίπου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρκετοί απ’ αυτούς ήλθαν εθελοντές από την Κωνσταντινούπολη και την Αμερική. Είκοσι Μικροχωρίτες αξιωματικοί και στρατιώτες πολέμησαν στη Μικρά Ασία το 1920-1922.


Μικροχωρίτες στην Εθνική Αντίσταση (1940-1944)


Οι πρώτοι όμηροι

Με τα πρώτα ανήσυχα χτυπήματα της καμπάνας, που σήμαιναν την γενική επιστράτευση, το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, το χωριό ρίγησε από εθνική συγκίνηση. Παντού αγωνία κι έξαρση. Τα παλικάρια του έφευγαν για το μέτωπο. Τέσσερα από αυτά δεν γύρισαν ποτέ. Για το Μικρό Χωριό, εκείνο το πρωινό άρχιζε μια πολυτάραχη δεκαετία γεμάτη δεινοπαθήματα, καρτερικότητα, αλλά και ηρωισμό.

Οι Ιταλο-Γερμανοί έβαλαν επανειλημμένα στόχο το Μικρό Χωριό. Τον Οκτώβρη του 1942, κάτω από την απειλή των πολυβόλων, που είχαν στήσει ολόγυρα στην πλατεία, μέσα σε γενικό θρήνο, πήραν τους πρώτους ομήρους, 22 άνδρες. Τους μετέφεραν στο Καρπενήσι κι από κει τους έκλεισαν στις φυλακές της Λαμίας. Η κατηγορία ήταν ότι στο χωριό υπήρχε ραδιόφωνο, απ’ όπου άκουγαν τις εκπομπές των Συμμάχων (Λονδίνο BBC, κλπ.) κι ότι το χωριό περιέθαλπε αντιστασιακά τμήματα ανταρτών. Τον νεαρότερο απ’ αυτούς, τον Γιάννη Α. Κομπορόζο, τον εκτέλεσαν μαζί με άλλους πατριώτες στα Καστέλλια Φθιώτιδας (9 Δεκεμβρίου 1942) για αντίποινα, μετά την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου.

Από τις φυλακές Λαμίας οι υπόλοιποι όμηροι μεταφέρθηκαν στις φυλακές Καλλιθέας και ακολούθως στις φυλακές Αβέρωφ Αθηνών, για να δικαστούν από ιταλικό στρατοδικείο. Τελικά μετά από πεντάμηνη κράτηση και σκληρές ανακρίσεις, ελευθερώθηκαν το Μάρτιο του 1943.

Η Ιστορική Μάχη του Μικρού Χωριού

Ανδρούτσο,

στο Μικρό Χωριό έλαμψε της Γραβιάς το χάνι,

τον Άρη έχεις στο πλευρό, στ’ άλλο τον Μακρυγιάννη

Γ. Βαλέτας

Το πρωί της 18ης Δεκεμβρίου 1942 ένα μεγάλο τμήμα από ιταλικές δυνάμεις ανηφόριζε προς το Μικρό Χωριό. Λίγο πριν από την είσοδο του χωριού, η Αντίσταση, με αρχηγό τον Άρη Βελουχιώτη και τους καπετάνιους Λευτεριά, Νικηφόρο (Παρνασίδος), Λάμπρο, Μπελή, Νικηφόρο (Δομοκού), τούς ετοίμαζε γενναία υποδοχή. Αντιβούιξε ο τόπος από το τουφεκίδι, που κράτησε αρκετές ώρες. Αρκετοί Ιταλοί έπεσαν νεκροί ενώ από τους αντάρτες του Άρη σκοτώθηκε μόνο ένας, ο νεαρός αντάρτης Κλέαρχος (Κώστας Μπίρτσας).

 

Το τραγούδι του Άρη

Στον απόηχο της μάχης η Μικροχωρίτισα Ναυσικά Φλέγγα – Παπαδάκη έγραψε το θρυλικό «τραγούδι του καπετάν Άρη» που το τραγούδησε με τον κανταδόρο του χωριού Ναπολέοντα Πολύζο. Αργότερα το μελοποίησε ο μουσικός της Αντίστασης Αλέκος Ξένος:

Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν τουφέκια ανάρια

ο Άρης κάνει πόλεμο μ’ αντάρτες παλικάρια!

 

Νέα Σύλληψη Ομήρων και Εκτελέσεις

Ευθύς μετά τη μάχη του Μικρού Χωριού οι Ιταλοί μπήκαν στο χωριό, συνέλαβαν δεκάδες άνδρες αλλά και μερικές γυναίκες από το Μεγάλο και το Μικρό Χωριό και τους έκλεισαν στο σπίτι του Σπύρου Δερματά. Μετά τους μετέφεραν στον Προυσό, για να τους ξαναφέρουν και πάλι στο Μικρό Χωριό. Την παραμονή τον Χριστουγέννων του 1942, ξεχώρισαν 13 άνδρες. Απ’ αυτούς πήραν τον ιερέα Δημ. Βαστάκη και τον ενωμοτάρχη Χαρ. Κατσίμπα και τους έκλεισαν μέσα στο σπίτι του γιατρού Ευ. Πιστιόλη, δίπλα στην πλατεία του χωριού και τους έκαψαν αφού προηγουμένως τους βασάνισαν κάτω από το μεγάλο πλάτανο της πλατείας του Χωριού.

Οι υπόλοιποι έντεκα οδηγήθηκαν λίγο έξω απ’ το χωριό στην τοποθεσία Πάνω Λόγγοβες, και υποχρεώθηκαν να σκάψουν οι ίδιοι τους τάφους, που θα δέχονταν σε λίγο τα άψυχα κορμιά τους. Από το Μικρό Χωριό ήταν ο Χρ. Φλέγγας, Πρόεδρος της Κοινότητας και ο παλαίμαχος πρόεδρος Νικ. Κυρίτσης. Από το Μεγάλο Χωριό ήταν οι: Αρχίατρος Χ. Μέρμηγκας, δάσκαλος Ι. Καρυοφύλλης, Κ. Αραπογιάννης, Δ. Δασκαλάκης, Δ. Ματζούτας, Ι. Μεσίρης, Θ. Οικονόμου, Β. Παλιούρας, Α. Σιταράς. Στάθηκαν όλοι όρθιοι, αλύγιστοι μπροστά στους εκτελεστές τους κι έπεσαν γενναία κάτω από τις ριπές των πολυβόλων την ώρα, που ο ανάμεσά τους δάσκαλος του Μεγάλου Χωριού, Ιωάννης Καρυοφύλλης, ύψωνε το χέρι του αναφωνώντας: «Ζήτω η Αιωνία Ελλάς!»

Οι Ιταλοί όμως δεν αρκέσθηκαν στις εκτελέσεις. Έφυγαν αφού πρώτα έβαλαν φωτιά σε πολλά σπίτια του χωριού. Μέσα σε ένα απ’ αυτά ήταν και μια ανήμπορη συγχωριανή, η Αθηνά Δερματά, που κάηκε ζωντανή.

Οι κάτοικοι, τρομοκρατημένοι, κρύβονταν στα γύρω βουνά και σε δυσπρόσιτες περιοχές. Μέσα στις κρυψώνες τους ριγούσαν από πόνο σαν έβλεπαν τις τεράστιες πύρινες φλόγες που ξεπετάγονται από τα νοικοκυριά τους, Ύστερα δειλά, δειλά κατηφόριζαν προς το πολύπαθο χωριό τους. Κατάπιναν με καρτερία την πίκρα τους και προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα στα αποκαΐδια.

Μετά το 1943 το Χωριό έγινε στόχος των Γερμανών. Τον Αύγουστο του 1944 έκαψαν όσα σπίτια στέκονταν ακόμα όρθια και μαζί τους και το σχολείο του χωριού.

 

Το Τυπογραφείο Εθνικής Αντίστασης

Το Φθινόπωρο του 1943 οι Γερμανοί ξεκίνησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Καρπενήσι, όπου λειτουργούσε και το Τυπογραφείο της Αντίστασης. Το τυπογραφείο έπρεπε να κρυφτεί για να διαφυλαχτεί. Έτσι, το πιεστήριο μεταφέρεται και θάβεται στο κοντινό χωριό Γαύρος και το υπόλοιπο υλικό κρύβεται σε σπηλιές. Λίγες εβδομάδες αργότερα, αποφασίζεται η εγκατάσταση και λειτουργία του τυπογραφείου στο Μικρό Χωριό σε ένα μεγάλο ισόγειο μαγαζί. Στο προσωπικό του τυπογραφείου προστίθεται τώρα και ο νεολαίος του Μικρού Χωριού Δημήτρης Κρίκος.

Το τυπογραφείο δουλεύει μέρα και νύχτα. Προστίθενται και νέοι τυπογράφοι. Τυπώνονται πολλά έντυπα, όπως ο Κώδικας Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης, οι εφημερίδες Ρούμελη και Ρουμελιώτισσα, ενώ γίνεται ανατύπωση της εφ. Ριζοσπάστης, και του εσωκομματικού Δελτίου του ΚΚΕ. Στο διάστημα που διεξάγονταν οι εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου της Π.Ε.Ε.Α τυπώνονταν το Δελτίο Πράξεων και Αποφάσεων της ΠΕΕΑ και διάφορα έντυπα των οργανώσεων. Ένας πραγματικός οργασμός δουλειάς που έμελλε να σταματήσει με τη νέα επιδρομή των Γερμανών τον Αύγουστο του 1944.

Κατά την τελευταία αυτή επέλασή τους, οι Γερμανοί έκαψαν όσα σπίτια του χωριού είχαν απομείνει όρθια. Ανάμεσά τους και το σπίτι, που στέγαζε το τυπογραφείο. Οι τυπογράφοι όμως πρόλαβαν να το μεταφέρουν και να το κρύψουν. Μετά από λίγο καιρό το τυπογραφείο μεταφέρεται στο Κρίκελο Ευρυτανίας.

 

Παιδικά Συσσίτια

Η πείνα της Κατοχής θέριζε και οι άνθρωποι πουλούσαν ότι πολύτιμο είχαν για ένα κομμάτι ψωμί. Στο χωριό, από πολύ νωρίς, το Μάρτιο του 1942, δημιουργήθηκε μια επιτροπή που μέλημά της είχε να σώσει τα παιδιά από τον βέβαιο υποσιτισμό. Η Μικροχωρίτισα Ναυσικά Φλέγγα Παπαδάκη πρωτοστατεί και οργανώνει συσσίτια. Πόρτα, πόρτα γίνεται έρανος για καλαμπόκι, πλιγούρι, φασόλια, ίσως και λίγο τραχανά. Οι νέοι ετοιμάζουν θεατρικές παραστάσεις με εισιτήρια φασόλια ή καλαμπόκι. Το ζύμωμα και μαγείρεμα έχει αναλάβει μια ομάδα κοριτσιών του χωριού. Κάπου, κάπου εξασφαλίζεται και λίγο λάδι από το Αγρίνιο, που όμως χρειάζεται μερόνυχτα περπάτημα με πολύ κίνδυνο, για να φτάσει στο χωριό. Αλλά ο σκοπός πετυχαίνει. Κανένας στο χωριό δεν πέθανε από την πείνα. Το παράδειγμα του Μικρού Χωριού ακολουθούν τα γύρω χωριά και αργότερα επεκτείνονται σχεδόν σε όλη τη Ρούμελη.
Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949)

Μετά την απελευθέρωση οι προσπάθειες ανασυγκρότησης του χωριού ανακόπτονται από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου. Νέος σπαραγμός για το χωριό ήταν η στρατολόγηση των κοριτσιών από τους αντάρτες. Μέχρι τότε τα κορίτσια του χωριού ήξεραν μόνο να ζυμώνουν, να κεντούν, να κλαδεύουν, να ποτίζουν. Και ξαφνικά 23 κορίτσια από 18 χρονών και άνω βρέθηκαν πάνω στα βουνά, με ένα τουφέκι στο χέρι που δεν ήξεραν καν πώς να το χρησιμοποιήσουν. Έντεκα απ’ αυτά δεν γύρισαν ποτέ!

Άλλοι οκτώ Μικροχωρίτες υπήρξαν θύματα της αγριότητας του Εμφυλίου πολέμου. Μια μάνα αγκαλιά με την κόρη της βρέθηκαν ξεπαγιασμένες στο βουνό, το Φεβρουάριο του 1949.

Με αυτόν τον θλιβερό απολογισμό τέλειωσε η δεκαετία 1940-1950 για το Μικρό Χωριό. Ξεκληρίστηκαν οικογένειες, τα σπίτια κάηκαν, τα χωράφια ρημάχτηκαν… και το χωριό ερημώθηκε!