Η Επίσκεψη του Όθωνα και της Αμαλίας στο Μικρό Χωριό

Από τις προσωπικές ενθυμήσεις για τους Μικροχωρίτες

του αείμνηστου Δημ. Κοκκάλα

Το καλοκαίρι του 1923, που είχαμε έλθει στο χωριό αρκετοί νεαροί, κυρίως οι υποψήφιοι κληρωτοί της κλάσεως 1924, ο Κυρτσονίκος – ο πατέρας του Σταύρου Κυρίτση – ησχολείτο κυρίως με το να φτιάχνει «μεζέδια».  Έπαιρνε όλες τις συκωταριές των χασάπηδων.  Όταν τον βλέπαμε να κατεβαίνει, τρέχαμε, τον προλαβαίναμε στης Πολυζοσπύραινας και του τα αρπάζαμε.  Οι μεγαλύτεροι διαμρτύρονταν: «βρε παιδιά, αφήστε να τρώμε και μεις».  Κατέβαινε με το άδειο ταψί στην παρέα «πόσα ήτανε μάστρο Νίκο;»  «τόσα».  Δύναμε αναλόγως του τι πήρε ο καθένας, μάζευε τα χρήματα ο Κώστας Πανταζής και του τα ’δινε.

Ο Κυρτσονίκος, λοιπόν,  ήταν ήσυχος και καλός άνθρωπος, μόνο που, όταν το έτσουζε λιγάκι, τον έπιανε η μανία να διηγείται με περηφάνια πως στο σπίτι του παππούλη του, του Κυρτσονικολάκη, αγωνιστή του 1821, φιλοξενήθηκε και ο βασιλιάς Όθωνας.  Έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Όθωνας».  Κάποιο βράδυ, που έπιασε κουβέντα με έναν από τους γέροντες για το ίδιο θέμα, πήγαμε τρεις, τέσσερις και τους παρακαλέσαμε να μας πουν πώς και γιατί έγινε αυτή η φιλοξενία.  Από όσα μας έλεγε ο ένας και συμπλήρωνε ο άλλος προέκυψε η ακόλουθη ιστορία:

Ένα βράδυ, έφτασε στο σπίτι του Κυρτσονικολάκη, που ήταν Προεστός του χωριού, ένας απεσταλμένος του Έπαρχου Καρπενησίου και του έφερε ένα έγγραφο που έλεγε ότι το Βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος, που περιόδευε την Ελλάδα, ήταν στο Καρπενήσι και επειδή θέλησαν να επισκεφθούν ένα χωριό της Ευρυτανίας, αυτός τους υπέδειξε το Μικρό Χωριό.  Να ετοιμάσει, λοιπόν, ένα καλό τραπέζι για το μεσημέρι της άλλης μέρας για 7-8 άτομα.   Ο Προεστός έδωσε εντολή σε 2-3 οικογένειες να ετοιμάσουν πίτες, έσφαξε κι αυτός ένα θρεφτάρι του, το σούβλισε κι έπεσε να κοιμηθεί για να είναι την επαύριο ξεκούραστος.  Ο Κυρτσονικολάκης όμως ήταν και «γιατάκι» δύο ληστών, μάλλον πλιατσικολόγων της περιοχής, δηλ. τους παρείχε άσυλο, τους τροφοδοτούσε όταν είχαν ανάγκη και έτσι δεν πείραζαν το χωριό.

Κατά τα μεσάνυχτα, χτύπησε συνθηματικά η πόρτα του.  Σηκώθηκε, άνοιξε, τους είδε και τους είπε:  «τώρα βρήκατε να ρθήτε;  Να σας δώκω τι χρειάζεστε και να φύγετε γιατί αυτό κι αυτό θα γίνει αύριο».  Εκείνοι τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να ιδούν κι αυτοί, έστω και από κανένα παράθυρο διπλανού σπιτιού τους βασιλιάδες.  Ο Κυρτσονικολάκης όμως δεν τα μάσαγε αυτά, τους ξαρμάτωσε , πήρε τα όπλα τους, τις κουμπούρες, τα γιαταγάνια και τα φυσεκλίκια τους, τα κλείδωσε στην κασέλα του και την άλλη μέρα τούς παρουσίασε σαν μπιστικούς του.

Την επομένη το πρωί, έφτασαν 7-8 χωροφύλακες και έκαναν βόλτες στους δρόμους του χωριού, περί την μεσημβρίαν δε, όταν το καραούλι ειδοποίησε, παρατάχθηκαν στις δυο πλευρές της εισόδου του χωριού και απέδωσαν τας κεκανονισμένας τιμάς.   Της Βασιλικής πομπής προηγείτο ο Έπαρχος, μετά ο Βασιλιάς, η Βασίλισσα με ωραίες ελληνικές ενδυμασίες και ακολουθούσαν ο υπασπιστής του Βασιλέως, ένας διερμηνέας και δύο ακόλουθοι, όλοι καβάλα σε άσπρα άλογα.

Στην είσοδο του χωριού και μέχρι το σπίτι του προορισμού, οι βασιλείς έγιναν αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων, επευφημιών και χειροκροτημάτων από όλους τους κατοίκους.  Ο Κυρτσονικολάκης περίμενε τους ξένους στην αυλόπορτα του σπιτιού και όταν ο Βασιλιάς πλησίασε, έσπευσε, κράτησε τα γκέμια του αλόγου με το αριστερό του χέρι, ενώ πρόσφερε το δεξιό του στον Βασιλέα.  Ταυτοχρόνως είχε καταφθάσει και ο ακόλουθός του, αλλά ο Βασιλεύς προτίμησε να στηριχθεί στο χέρι του Νικολάκη για να ξεπεζέψει.  Ταυτοχρόνως σχεδόν είχε κατεβεί και η Αμαλία με τη βοήθεια του ακολούθου της.  Όταν μια μικρή Μικροχωριτοπούλα τής πρόσφερε ανθοδέσμη από αγριολούλουδα, τόσο πολύ ενθουσιάστηκε, ώστε παρέβλεψε το πρωτόκολλο, έσκυψε πήρε τη μικρή στην αγκαλιά της, την καταφίλησε και της πρόσφερε ένα χρυσό φλουρί.

Ο Κυρτσονικολάκης, αφού οδήγησε τους μουσαφιρέους του στο στρωμένο ήδη τραπέζι στην αυλή του σπιτιού του, δεν δέχτηκε να καθίσει σ’ αυτό αλλά προτίμησε να τους περιποιηθεί ο ίδιος, με βοηθούς τους δήθεν υπηρέτες του (δηλ. τους κατσαπλιάδες).  Μετά το γεύμα, οι βασιλείς ξεκουράστηκαν λίγο στον οντά του Κυρτσονικολάκη και αφού εξέφρασαν την πλήρη ευαρέσκεια και τις ευχαριστίες, αναχώρησαν με τη συνοδεία τους και το απόσπασμα χωροφυλάκων.

Το βραδάκι, οι ληστές πήραν τα φυσεκλίκια τους και λίγα απομεινάρια του γεύματος κατευχαριστημένοι και υπερήφανοι που είδαν τους βασιλιάδες και μάλιστα από κοντά λέγοντας: «αφέντ’ ημείς απού δω κι πέρα, ότ’ θέλς, θυσία θα γιένουμει για τ’ ισένα».