Λίγα λόγια γι αυτούς που έφυγαν (08/2021)

Παναγιώτης Κυρίτσης

Έφυγε από τη ζωή στις 11 Φεβρουαρίου 2021 και ώρα 02:48, στην Αθήνα, ο λατρεμένος μας πατέρας, αδερφός και παππούς, Παναγιώτης Κυρίτσης.

Γεννήθηκε στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας την 23η Σεπτέμβρη του 1938. Μεγάλωσε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής και ήταν παρών στο κάψιμο του Χωριού από τους Ιταλούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια του νεανικού του βίου, πάλεψε σκληρά και κατάφερε με θυσίες να σπουδάσει μαθηματικός το 1963. Υπήρξε αγωνιστής της ζωής, ευθύς, δημοκράτης, τίμιος και ακέραιος άνθρωπος. Πνεύμα ελεύθερο και γενναίο, με πηγαία ενσυναίσθηση για αυτόν που αδικείται, πάντα με λίγα λόγια και σταράτα, τίμησε τις αξίες της ζωής με πράξεις. Στο τόλμημά του να δημοσιεύσει πεπραγμένα της χούντας, τιμωρήθηκε με 5 χρόνια φυλάκιση από τη χούντα, αρνούμενος να υπογράψει υποταγή στο καθεστώς. Παρά τις δελεαστικές ευκαιρίες που του προσφέρθηκαν, δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ την αντιδικτατορική του δράση. Υπηρέτησε με συνέπειεα τις ιδέες του περί ελευθερίας και δικαιοσύνης, χωρίς αντάλλαγμα.

Διετέλεσε για 20 χρόνια Λυκειάρχης του 1ου Πειραματικού Γενικού Λυκείου Αθηνών (Γεννάδειος Σχολή) στην Πλάκα, διδάσκοντας μαθηματικά και αστρονομία σε πλήθος μαθητών που τον θυμούνται ακόμα. Και φυσικά στα παιδιά του. Αυτοδίδακτος ομιλητής 5 ξένων γλωσσών, ώστε να παρακολουθεί και να εμβαθύνει στη μαθηματική γνώση, η επιβλητική του παρουσία θα λείψει από τη μαθηματική κοινότητα. Ήταν ο δάσκαλος ο αξιοπρεπής, που είχε εκτόπισμα, με σιγουριά και σταθερότητα που πήγαζε από το βάθος των γνώσεων του και την οξύτητα της μαθηματικής του σκέψης, όχι από τους τίτλους και το αξίωμα, ο δάσκαλος που μπορούσε να σε εμπνεύσει να «νοικοκυρευτείς», να κάνεις κάτι στη ζωή σου. Ο δάσκαλος που τον θυμάσαι…

Υπήρξες κάτω από όλες τις συνθήκες άψογος οικογενειάρχης, σύζυγος και πατέρας και είναι μεγάλη τιμή για εμάς η παρακαταθήκη που μας αφήνεις. Μετά τον πρόωρο χαμό της  μάνας μας, αφιέρωσες τη ζωή σου στο να μεγαλώσεις μόνος σου πια τα παιδιά σου. Μας έμαθες να αγαπάμε τη γνώση. Να προσπαθούμε να μαθαίνουμε και να βελτιωνόμαστε. Να δουλεύουμε σκληρά και να μην το βάζουμε κάτω ποτέ. Να μην μας κάμπτουν οι δυσκολίες. Μας έμαθες να είμαστε έντιμοι. Μας έμαθες να είμαστε περήφανοι. Μας έμαθες πώς αγαπάνε.

Ήσουν άνθρωπος ακέραιος, με καλοσύνη, με ευγένεια ψυχής, με πραότητα και σταθερότητα χαρακτήρα, γαλήνια μορφή, με σεβασμό στον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, ακόμα και στα δύσκολα πάντα με το χαμόγελο για όλους, συγγενείς και φίλους. Ως και την τελευταία στιγμή της ζωής σου υπερασπίστηκες τον εαυτό σου και εμάς με δύναμη και υπερηφάνεια. Αναπαύσου πατέρα μας, Παναγιώτη, στον τόπο που γεννήθηκες και  λάτρεψες. Αγνάντεψε το αγαπημένο σου χωριό και τα επιβλητικά βουνά της Ευρυτανίας. Καλό σου ταξίδι, λατρεμένε μας πατέρα. Και η γη που τόσο αγάπησες ας είναι ελαφριά και ευλογημένη. Είμαστε τυχεροί που υπήρξες πατέρας μας και η συμβουλή σου θα μας ακολουθεί για πάντα. Είμαστε σίγουροι ότι μαζί με τους προγόνους μας θα μας κοιτάτε από ψηλά και θα είστε περήφανοι.

Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή σου. Αιωνία η μνήμη σου. ΑΘΑΝΑΤΟΣ

——

Γιάννα Τρικαλινού (το γένος Ζορμπαλά) 25/1/1920 – 16/12/2020

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μικρό Χωριό. Πατέρας της ο Δημήτρης Ζορμπαλάς και μητέρα της η Ευφροσύνη (Φρόσω) Ζορμπαλά (το γένος Πολύζου). Η μητέρα της γέννησε δέκα παιδιά. Τα δυο πρώτα πέθαναν σε ηλικία 23 και 26 χρονών. Άλλα δυο πέθαναν μικρά, Έμειναν έξι, τέσσερα κορίτσια και δυο αγόρια. Οι δυο μεγαλύτερες αδερφές (Πόπη και Νίκη) παντρεύτηκαν κι έφυγαν. Ο ένας αδερφός (Σταύρος) σπούδαζε στην Αθήνα, ενώ ο άλλος (Διονύσης) δούλευε στα έργα του Ρούπελ, που είχε αναλάβει ο αδερφός της μητέρας της. Έτσι έμεινε αυτή και η μικρότερη αδελφή της (Γεωργία – Γίτσα) με τους γονείς το χωριό. Ο πατέρας της διατηρούσε μπακάλικο μαζί και χασάπικο στο κέντρο του χωριού. Προς το τέλος όμως χρεωκόπησε αφού τα βερεσέδια ήταν μεγάλα. Μετά το θάνατο του πατέρα έπρεπε να βοηθήσει στο σπίτι, να σταθεί δίπλα στη μητέρα της που πάσχιζε να κρατήσει το νοικοκυριό. Εργαζόταν στα κτήματα, φρόντιζε τα ζώα του σπιτιού κι έκανε όλες τις άλλες δουλιές. Το μαγαζί το άνοιξε ξανά η μητέρα και πάλευε να το κρατήσει. Τέλειωσε μόνο το δημοτικό, γιατί για να πάει στο Γυμνάσιο έπρεπε να πάει στη Λαμία και οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν.

Άρχισε να διαβάζει από πολύ μικρή. Στην αρχή ρομάντζα κι ύστερα σοβαρά βιβλία. Από τότε και από τον αδερφό της, αλλά και τους πνευματικούς ανθρώπους του χωριού άρχισε να ακούει για την αριοστερά και τους αγώνες της. Όπως και κάθε κορίτσι του χωριού εκείνη την εποχή είχε όνειρο να «αποκατασταθεί», αλλά το μικρό περιβάλλον του χωριού δεν έκανε εύκολο το όνειρό της κι ο πόλεμος έφερε τα πάνω κάτω. Στο χωριό άρχισε πείνα, παρ’  όλο που κάπως έσζην κατάσταση το λιγοστό αλεύρι και τα χόρτα. Ανακάτευαν αλεύρι με ρεβύθια, κριθάρι και χόρτα. Από τις πρώτες μέρες, μαζί με δυο ακόμη κοπέλες, οργανώθηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη. Μάζεψαν όσπρια και άλλα τρόφιμα και με τη βοήθεια του παπά και τοπυ δασκάλου οργάνωσαν συσσίτιο. Κάθε μέρα οι τρεις κοπέλες μαγείρευαν και τάιζαν τους πεινασμένους. Έτσι κανένα παιδί στο χωριό δεν πέθανε από την πείνα.

Στη συνέχεια οργανώθηκε στο ΕΑΜ του χωριού. Μια φορά έγινε συγκέντρωση στο Μεγάλο Χωριό. Μίλησε ο Άρης Βελουχιώτης. Οι ΕΑΜίτες του χωριού πήγαν να τον ακούσουν. Έτσι πήρε το πρώτο βάπτισμα της οργανωμένης πάλης. Έζησε την επιδρομή των Ιταλών στο χωριό και τη μάχη του Μικρού Χωριού το 1942.  Το 1943, φοβούμενη τις διώξεις η μητέρα της την έστειλε στην Αθήνα, όπου βρισκόταν ο μεγαλυτερος αδερφός της ο Σταύρος. Από την πρώτη μέρ συνδέθηκε με την Αντίσταση και εντάχθηκε αρχικά στην ΕΠΟΝ και το 1943 στο ΚΚΕ. Δούλεψε σαν σύνδεσμος σε πολλές γειτονιές της Αθήνας, κυρίως Κυψέλη και Γκύζη και σαν καθοδηγητή είχε τον Λεωνίδα (ψευδώνυμο του Γ. Τρικαλινού) κατοπινό σύντροφό της. Παντρεύτηκαν μετά την απελευθέρωση, το Δεκέμβρη του 1945, έχοντας περάσει όλη τη φωτιά των Δεκεμβριανών του ’44 στην Αθήνα.

Ένα χρόνο αργότερα, το Σεπτέμβρη του 1946 γεννήθηκε στο Βόλο, όπου είχαν μετακομίσει για τις; Ανάγκες της κομματικής δουλειάς, το πρώτο τους παιδί ο Χρήστος. Ήταν τότε που  άρχιζε ο εμφύλιος πόλεμος. Ύστερα από κάμποσυς μήνες ο σύντροφός της έφυγε για το βουνό. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε κι η ίδια λίγο αργότερα, αφήνοντας πίσω το παιδί της. Πήρε μέρος στη μάχη της Καρδίτσας και της Ματαράγκας. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Γράμμο, όπου τραυματίσθηκε. Πέρασε κι από άλλα βουνά και τελικά βρέθηκε στην Αλβανία κι από κει σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Συνάντησε τον σύντροφό της μερικά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου στη Βουδαπέστη κι εγκαταστάθηκαν αργότερα στο Βουκουρέστι. Εκεί γεννήθηκαν ακόμη δυο παιδιά τους, ο Δημήτρης και ο Νίκος.

Τέλη της δεκαετίας του 1950 ήρθε μαζί με το σύντροφό της παράνομα στην Ελλάδα για κομματική δουλειά. Ο σύντροφός της πιάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια (υπόθεση Γλέζου), ενώ η ίδια γλίτωσε, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα κρυμμένη και κατάφερε να φύγει και πάλι για το εξωτερικό. Από τότε και μέχρι το 1974 έζησε στη Μόσχα. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και σιγά- σιγά ενώθηκε όλη η οικογένεια.  Ασχολήθηκε με  τους επαναπατρισθέντες πολιτικούς πρόσφυγες και τη δουλιά στις γυναίκες. Υπήρξε αναπληρωματικό και τακτικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Όταν έφυγε ο σύντροφός της (1997) συνέχισε μόνη της. Ευτύχησε να δει 5 εγγόνια και 3 δισέγγονα. Η καρδιά της ήταν πάντα δοσμένη στο Μικρό Χωριό, και το επισκεπτόταν πάντα με συγκίνηση.


Ευαγγελία Παπαθανασίου-Ανδρεοπούλου

Εφυγε από κοντά μας στις 30 Αυγούστου 2020 στην οικία της στο Αγρίνιο η αγαπητή σε όλους μας Λίτσα, μετά από μάχη ετών που έδωσε με σοβαρά προβλήματα υγείας, και με την σεμνότητα που την διέκρινε πάντα, σε ηλικία 92 ετών.
Γεννήθηκε στο Μικρό Χωριό, κόρη του ιερέα του χωριού Αθανασίου Παπαστάθη, του γνωστού μας Παπα-Θανάση, και της Φωτεινής Πολύζου. Μετά τον πόλεμο μετακόμισε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στο Αγρίνιο, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένεια και ο Παπα-Θανάσης ανέλαβε τις υποχρεώσεις του στο Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος. Παντρέυτηκε τον Σωτήριο Ανδρεόπουλο, επιτυχημένο έμπορο του Αγρινίου, και έζησαν μαζί πολλά ευτυχισμένα χρόνια μέχρι τον πρόωρο θάνατό του. Μαζί τους στο διπλανό σπίτι εγκατστάθηκε σύντομα και η νεότερη αδελφή της Ελένη με τον σύζυγό της, Πελοπίδα Λιαροκάπη. Κοντά της και τα παιδιά της Ελένης, Σοφία και Θανάσης, που τα είχε πάντα σαν δικά της, καθώς μετά και τα παιδιά του Θανάση, την Ελένη και τον Πελοπίδα. Η Λίτσα ήταν άψογη νοικοκυρά, πέραν της απασχόλησής της στο κατάστημα, και όλοι λαχταρούσαν τα άφταστα γεύματά της. Επίσης ήταν γνωστή για τα υπέροχα κεντήματά της. Αγαπούσε το Μικρό Χωριό και περνούσε τα καλοκαίρια της στο πατρικό σπίτι στο Παλαιό Μικρό Χωριό.
Αφήνει πίσω τον αδελφό της Γιώργο, τις αδελφές της Σωτηρία, Αλίκη και Ελένη, πολλά ανήψια και τα παιδιά τους, πολλούς φίλους, και θα μείνει για πάντα στις μνήμες όλων για την αγάπη που μοίραζε και την σεμνότητα που την διέκρινε.