Μικρό Χωριό και Μάρκος Μπότσαρης

 

Το Μικρό Χωριό συνδέθηκε με την τελευταία και μοιραία μάχη του ήρωα και μεγάλου καπετάνιου Μάρκου Μπότσαρη αλλά και τις τελευταίες στιγμές του.  Μετά το συνέδριο στο Μεσολόγγι, όπου ο Μπότσαρης πέταξε το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας που του είχε απονεμηθεί, πήρε την απόφαση να πάει να συναντήσει ο ίδιος τον εχθρό και να τον συντρίψει. Έτσι, στις αρχές Αυγούστου 1823, στρατοπεδεύει στο Μικρό Χωριό.  Είναι αποφασισμένος να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων και καταστρώνει το πολεμικό του σχέδιο. 

Στέλνει τα ξαδέλφια του Θανάση Τούσια Μπότσαρη και Θανάση Κουτσονίκα να συλλέξουν πληροφορίες γύρω από τις κινήσεις των Τουρκαλβανών, που είχαν στο μεταξύ στρατοπεδεύσει στο Καρπενήσι.  Ύστερα παίρνει τις τελευταίες και τόσο μοιραίες για τη ζωή του αποφάσεις.  Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που έχει το καραούλι του ψηλά στη Χελιδόνα, προσπαθεί να τον αποτρέψει, θεωρώντας το εγχείρημά του επικίνδυνο.  Δεν τα καταφέρνει, αλλά πείθεται να στείλει ενισχύσεις στον Μπότσαρη.  Έτσι, ο γενναίος Σουλιώτης προχωρεί στην εφαρμογή του σχεδίου του. Ξεκίνησε από το Μικρό Χωριό με τους άνδρες του και τη νύχτα, 8 προς 9 Αυγούστου, έκανε  έφοδο στο στρατόπεδο των Τουρκαλβανών, με το σύνθημα «στουρνάρι – τσεκούρι».  Όμως, πάνω στη μάχη, ο Μάρκος χτυπήθηκε θανάσιμα από διπλό βόλι.  Τα παλικάρια του όμως συνέχισαν να αγωνίζονται και κέρδισαν τη μάχη.Ο Θανάσης Τούσια Μπότσαρης σήκωσε στους ώμους του τον βαριά λαβωμένο καπετάνιο και τράβηξε για το Μικρό Χωριό.  Από κει, αφού ξαπόστασαν λίγο δίπλα σε μια βρυσούλα, τη γνωστή «Βρωμόβρυση» ή «Βρύση του Μ. Μπότσαρη» και αφού περιποιήθηκαν τον μεγάλο ήρωα, τον στήριξαν καβάλα στ’ άλογό του και τον μετέφεραν στο  Μεσολόγγι.  Σύμφωνα με την παράδοση του χωριού, ο Μικροχωρίτης Νικολάκης Δανίλης ήταν αυτός που ανέλαβε να  τρέξει στο Μεσολόγγι για να αναγγείλει το θλιβερό μαντάτο, ώστε να προετοιμασθεί η πάνδημη κηδεία του γενναίου ήρωα (10-8-1823).

Μαζί με τον νεκρό Μάρκο Μπότσαρη, όπως μας πληροφορεί ο Σπ. Τρικούπης στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, κουβάλησαν και τους άλλους πληγωμένους αλλά και άφθονα λάφυρα: «Έφθασαν εις το Μικρόν Χωρίον λαφυραγογήσαντες 690 τυφέκια, 1000 πιστόλας, πολλούς ίππους και ημιόνους, και φορτία γιαταγανίων και πολεμοφοδίων. Εύληπτος εντεύθεν η μεγάλη φθορά των εχθρών εκ δε των Ελλήνων 36 εφονεύθησαν και 20 επληγώθησαν».

Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν γιoς του Κίτσου Μπότσαρη.  Γεννήθηκε το 1790 και το 1812, τη χρονιά που ο πατέρας του έπεσε θύμα δολιότητας του Αλή Πασά, έγινε ο αρχηγός στη φάρα, που έφερε το όνομα της οικογένειάς του.  Από το 1812 ως το 1820 παρέμεινε στην Ήπειρο ως επισκέπτης και όμηρος του Αλή, αλλά όταν ο Πασάς των Ιωαννίνων περιέπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου, ο Μάρκος άρπαξε την ευνοϊκή ευκαιρία και σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης στη γενέτειρά του, το Σούλι.

Στο μεταξύ η οικογένειά του έπεσε στα χέρια των Τούρκων και κρατήθηκαν ως φυλακισμένοι μέχρι το 1822.  Με τη μεσολάβηση του Μάρκου Μπότσαρη ανταλλάχτηκαν με κάποιες προσωπικότητες Τούρκων, που είχαν αιχμαλωτισθεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς.

Μόλις η οικογένειά του ελευθερώθηκε, ο Μάρκος Μπότσαρης έστρεψε την προσοχή του στην απελευθέρωση του Σουλίου. Έλαβε μέρος  στη μνημειώδη αλλά καταστροφική μάχη του Πέττα, ενώ μαζί  με τον Μαυροκορδάτο πάλευε στο καθημερινό δράμα του αγώνα.

Μετά τον ηρωικό θάνατό του, ο Μάρκος Μπότσαρης άφησε πίσω του τη γυναίκα του, ένα γιο και δυο κόρες.  Αυτοί ήταν οι κληρονόμοι της μεγάλης του φήμης.  Έζησαν στην Αθήνα με την εκτίμηση και τις διακρίσεις που αρμόζουν στους συγγενείς ενός ήρωα, αλλά που δεν εξαιρούνταν από τις στερήσεις που βασάνιζαν τότε ακόμα και τις καλύτερες ελληνικές οικογένειες.  Ο γιος του Μάρκου Μπότσαρη – ένας πολλά υποσχόμενος νέος – υπηρέτησε στο στρατό.  Η μεγαλύτερη κόρη του παντρεύτηκε το γιο μιας επιφανούς οικογένειας της Πελοποννήσου και η νεώτερη κόρη  του, η Ρόζα Μπότσαρη, έγινε κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας και αποτελούσε φωτεινό στολίδι στο παλάτι του βασιλέα Όθωνα.